- συνταγοτεχνία
- η, Νη τέχνη τής σύνταξης φαρμακευτικών συνταγών.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνταγή + -τεχνία (< -τέχνης < τέχνη), πρβλ. χειρο-τεχνία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνταγοτεχνική — η, Ν συνταγοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταγή + τεχνική] … Dictionary of Greek